Ήταν ένα κρύο, γιορτινό βράδυ.
Ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν στο σταθμό, άτομα κάθε ηλικίας περνούσαν από μπροστά Του.
Ο εν δυνάμει εκείνος επιβάτης στο βάθος της αποβάθρας, σιωπηρός, έβγαλε το κινητό του. Το κράτησε στο χέρι, σχημάτισε το συνδυασμό του στην οθόνη. Την άγγιξε ακόμα δύο φορές. Ύστερα, ξεκίνησε να γράφει, μα ήξερε πως δε θα τα κατάφερνε. Έμεινε, λοιπόν, μετέωρος ο αντίχειράς του. Προσπάθησε να κινηθεί λίγο ακόμα, μόνος του, ανεπαίσθητα, σε πείσμα των σκέψεών Του. Πέρασαν δύο , τρία ή και πέντε λεπτά. Ο επιβάτης αναστέναξε, έσβησε το υπό σύνταξη μήνυμα. Έριξε μια ματιά στον ουρανό, αποτράβηξε το κινητό και χαμογέλασε στο κενό.
Κι εκείνη τη στιγμή, κανένα μήνυμα , κανένας θεός της εκεί γης , κανείς άλλος θνητός δε θα μπορούσε να καταλάβει και να μετρήσει, πόσο μάλλον να εκφράσει και να χωρέσει, όσα περνούσαν σαν αστραπή από 'κείνο το σίγουρο χαμόγελο.
Ο επιβάτης πλέον ήξερε.
Το κενό σύντομα γέμισε, ο νέος επιβιβάστηκε σε αυτό, κάθισε μέσα του, κοίταξε στο παράθυρο, ένα θριαμβευτικό μειδίαμα ήταν διακριτό στο πρόσωπό του.
Ο συρμός ξεκίνησε, ο επιβάτης έστρεψε το βλέμμα του μπροστά με σιγουριά.
Ούτως ή άλλως, μόλις πριν λίγο είχε φτάσει στον προορισμό του.
Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Το συναίσθημα αυτό της σιγουριάς, της βεβαίοτητας, είναι απρόσβλητο εκείνη την στιγμή απ'τον καθένα. Και το βιώνει ο κάθε Νέος ξεχωριστά.
ΑπάντησηΔιαγραφή